- καλιγάς
- ο1. καλιγάριος*, κατασκευαστής καλιγιών*2. πεταλωτής, εκείνος που καλιγώνει υποζύγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλίγι + κατάλ. -άς (πρβλ. ψαρ-άς, ψωμ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλιγάριος — καλιγάριος, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει καλίγες, αρβύλες, ο υποδηματοποιός, ο καλιγάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίγα + άριος (πρβλ. αποθηκ άριος, βιβλιοθηκ άριος)] … Dictionary of Greek